συναλιάζω

συναλιάζω
συνᾱλιάζω, [dialect] Dor. [ per.] 3sg. [tense] aor. ξυναλίαξε, ([etym.] ἁλία) = sq., Ar.Lys.93.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναλιάζω — Α συναλίζω* (Ι), συναθροίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»] …   Dictionary of Greek

  • συναλίαξε — συναλιάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίασμα — ἁλίασμα, το (Α) ψήφισμα, δόγμα τής συνελεύσεως, τής «αλίας» ή συνεδρία, σύνοδος τής αλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • αλίασσις — ἁλίασσις ( ιος), η (Α) συνέλευση τής αλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”